- ὀθονείδιον
- ὀθον-είδιον, τό, Dim. of ὀθόνιον, POxy.1679.5 (iii A. D., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οθονίδιον — ὀθονίδιον και δ. γρφ. οθονείδιον, τὸ (Α) [οθόνη] μικρό ύφασμα … Dictionary of Greek